- σκαλλίον
- τὸ, Α(με υποκορ. σημ.) μικρό ποτήρι ή κύπελλο («κυλίκιον μικρὸν ᾧ σπένδουσι Αἰολεῑς ὡς Φιλητᾱς φησὶν ἐν Ἀτάκτοις», Φιλήτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skalle «κρανίο» παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Dictionary of Greek. 2013.